πατρικῶς

πατρικῶς
πατρικός
derived from one's fathers
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατρικώς — πατρικῶς ΝΜΑ βλ. πατρικός …   Dictionary of Greek

  • отьчьскы — (11) нар. 1.По отцовски, отечески: неѹтвьрженыимъ д҃шамъ. запрѣщениѥмь подобьныимь отьчьскы исцѣл˫аѥмъ. наказающе ˫а и цѣломѹдрьно жити ѹчаще. (πατρικῶς) КЕ XII, 68а; пропрѣтити тихъ хвалити наказа˫а и ни ѥдино добры(х) безмѣрствомь погубити. но… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”